- καραφλός
- -ή, -όφαλακρός, αυτός που του έχουν πέσει τα μαλλιά: Τι τη θέλεις την τσατσάρα, αφού είσαι καραφλός;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καραφλός — η, ό φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλακρός με αντιμετάθεση] … Dictionary of Greek
βολίμι — το μολύβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβι, με αντιμετάθεση των συμφωνικών φθόγγων μ, β (πρβλ. και φαλακρός > καραφλός)] … Dictionary of Greek
γλόμπος — ο (λ. ιταλ.) 1. γυάλινο περίβλημα, συνήθως σφαιρικό, λάμπας φωτισμού. 2. ο καραφλός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπέρθεση — η 1. υπερημερία (βλ. λ.). 2. (γραμμ.), υπερθετικός βαθμός, η επίταση: Η υπέρθεση του «λαμπρός» είναι «πάρα πολύ λαμπρός». 3. η μετάθεση φθόγγων σε λέξη (καραφλός αντί φαρακλός, αλυχτώ αντί υλαχτώ). 4. υπερβατό (βλ. λ. υπερβατός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαλακρός — φαλακρός, ή, ό και φαρακλός, ή, ό και καραφλός, ή, ό 1. αυτός που έχει φαλάκρα (βλ. λ.). 2. μτφ. (για εδαφικές εκτάσεις), άδεντρος, αποψιλωμένος, ο στερημένος από βλάστηση: Το ύψωμα είναι φαλακρό και οι στρατιώτες φαίνονται από τα αεροπλάνα. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)